αυγίτης

αυγίτης
Ορυκτό πυριτικό άλας του τύπου (Ca, Mg, Fe, Αl)2 (ΑΙ, Si)2 Ο6, που ανήκει στην ομάδα των πυροξένων. Σχηματίζει κοντούς πρισματικούς κρυστάλλους κατά το μονοκλινές σύστημα. Έχει σκληρότητα 6 βαθμών στην κλίμακα Μος, ειδικό βάρος 3,4 gr/cm3 και χρώμα από σκούρο πράσινο έως μαύρο με λάμψη γυαλιού. Βρίσκεται κυρίως σε εκρηξιγενή πετρώματα και μαζί με τους αρτίους αποτελεί το κύριο συστατικό των βασαλτών. Ο αυγίτης, ορυκτό πυριτικό άλας, συναντάται κυρίως σε εκρηξιγενή πετρώματα.
* * *
ο (Α αὐγίτης) [αυγή]
ορυκτό σκούρο με υελώδη λάμψη (πυριτικό άλας του ασβεστίου, μαγνησίου, σιδήρου, τιτανίου και αργιλίου)
νεοελλ.
1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός
2. είδος μανιταριού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαβάσης — Έκχυτο πυριγενές πέτρωμα της οικογένειας των διαβασών, μελαφυρών και βασαλτών. Είναι χονδροκοκκώδες έως λεπτοκοκκώδες πέτρωμα. Παλαιότερα θεωρούσαν ότι οι δ. ήταν παλαιοηφαιστειακοί σχηματισμοί που δημιουργήθηκαν στις αρχές του παλαιοζωικού αιώνα …   Dictionary of Greek

  • πυρόξενοι — Σημαντική οικογένεια πυριτικών ορυκτών που συμμετέχουν στη σύσταση πολλών πετρωμάτων, πολλές φορές ως θεμελιώδη ορυκτολογικά συστατικά. Ο ιδανικός χημικός τύπος της ομάδας αυτής ορυκτών είναι: R2Si2O6, όπου το R δείχνει το μαγνήσιο Mg2Si2O6,… …   Dictionary of Greek

  • αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… …   Dictionary of Greek

  • αυγιτικός — ή, ό (για πετρώματα) αυτός που περιέχει αυγίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυγίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Κωνσταντίνο Μητσόπουλο (πρβλ. αγγλ. augitic)] …   Dictionary of Greek

  • δακίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα, το αντίστοιχο του χαλαζιακού διορίτη. Αποτελείται κυρίως από πλαγιόκλαστα και χαλαζία, που συνοδεύονται συνηθέστερα από βιοτίτη, ενώ ακολουθεί η κεροστίλβη και σπανιότερα ο αυγίτης. Ανάλογες είναι και οι ποικιλίες του:… …   Dictionary of Greek

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • τεφρίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα, που προέρχεται από τη στερεοποίηση ενός βασικού μάγματος και χαρακτηρίζεται από την εξής ορυκτολογική σύσταση: αστριοειδή (λευκίτης ή νεφελίνης), ασβεστονατριούχο πλαγιόκλαστο και πυρόξενος (αυγίτης ή αιγιριναυγίτης).… …   Dictionary of Greek

  • φεμικός — (I) ή, ό, ΝΜ φρ. «φεμικά δικαστήρια» μεσαιωνικά δικαστήρια τής Βεστφαλίας, τών οποίων η δικαιοδοσία εκτεινόταν σε ολόκληρο το γερμανικό βασίλειο, αλλ. φέμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Femgerichte]. (II) ή, ό, Ν φρ. «φεμικά… …   Dictionary of Greek

  • βασάλτης — Εκρηξιγενές ηφαιστειακό πέτρωμα που αντιστοιχεί σε σύσταση με τα πλουτώνια πετρώματα γάββρους. Τα κύρια συστατικά του είναι βασικά πλαγιόκλαστα και φεμικά ορυκτά (αυγίτης, ολιβίνης), ενώ επουσιώδη είναι ο βιοτίτης, η κεροστίλβη κ.ά. Το υγιές… …   Dictionary of Greek

  • γάββρος — Πέτρωμα εκρηξιγενές εκχύσεων, σκούρου χρώματος, με ιστό γρανιτοειδή, σε μεγάλους κρυστάλλους. Ο τυπικός γ. αποτελείται από έναν βασικό πλαγιόκλαστο (λαβραδόριο ως ανορθίτη) και από διαλλαγή ή άλλα ορυκτά της ομάδας των πυροξένων και σπανιότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”